μυοκτόνος

μυοκτόνος
-ο (ΑΜ μυοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει τα ποντίκια («γαλῆν τῶν μυοκτόνων», Τζέτζ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μυοκτόνο
φάρμακο με το οποίο εξολοθρεύονται τα ποντίκια, ποντικοφάρμακο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ μυοκτόνος
είδος τού φυτού ακονίτου, το μυοφόνον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς, μυός «ποντικός» + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο-κτόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυοκτόνος — of mouse killing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυοκτόνον — μυοκτόνος of mouse killing masc/fem acc sg μυοκτόνος of mouse killing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυοκτόνου — μυοκτόνος of mouse killing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Myoctonos — MYOCTŎNOS, i, Gr. Μυοκτόνος, ου, ein Beynamen des Apollo, nach welchem er so viel, als ein Zerstörer der Mäuse, heißt, weil er ehemals eine große Menge Mäuse abschickte, die der Feinde in Troas Sehnen an den Bogen entzwey bissen, daß selbige… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • INSECTA — non in cibis solum apud varias gentes, ut fuci, formicae, pediculi, vermes, limaces etc. quae omnia Lex Iudaeis, ut immunda, prohibuit, nisi quod mellis et certae locustarum speciei usum iis concessit: Sed et in Deorum numero fuêre, ut de… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • μυοκτονία — η [μυοκτόνος] η εξόντωση τών ποντικών, που επιτυγχάνεται είτε με δηλητηριώδη αέρια, όπως τού διοξειδίου τού θείου, είτε με δηλητηριώδεις τροφές, ποντικοπαγίδες κ.ά. μέσα …   Dictionary of Greek

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

  • ποντικοκτόνος — ο, Ν αυτός που φονεύει τους ποντικούς, μυοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μυο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • βασιδιομύκητες — (basidiomycota). Υποδιαίρεση μυκήτων (μανιταριών), που περιλαμβάνει 460 γένη και 25.000 είδη, διαδεδομένα σε όλες τις χερσαίες περιοχές της Γης, ακόμα και στις πολικές. Σε υδρόβιο περιβάλλον έχουν βρεθεί μόνο δύο είδη. Οι β. έχουν μεγάλη ποικιλία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”